- ἀνηρτημένη
- ἀναρτάωhang toperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)ἀναρτέομαιto be readyperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σελ(λ)όβαστος — ο, Ν στρ. κρεμάστρα ανηρτημένη στους στύλους τών στάβλων για την τοποθέτηση τής σέλας τών υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλα + βαστώ] … Dictionary of Greek